.

.
Ολόκληρο το κείμενο
Παρά τις εκάστοτε πομπώδεις διακηρύξεις για το αντίθετο, η φύση του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος και η συνεισφορά του στη διαμόρφωση των όρων της δημόσιας ζωής παραμένουν ακόμα, σε μεγάλο βαθμό, ανεπεξέργαστες. Η παραδοσιακή ρευστότητα της αγοράς εργασίας, οι πολύπλευρες οργανωτικές αδυναμίες των συνδικάτων, και το ασφυκτικό πολιτικό-νομικό πλαίσιο δράσης του συνδικαλιστικού κινήματος βοηθούν στην επεξήγηση της διστακτικότητας των μελετητών να ενσκήψουν σοβαρά στο θέμα, όμως δεν αρκούν και για να τη δικαιολογήσουν. Το πρόβλημα της ύπαρξης τόσο πολλών «λευκών σελίδων» γίνεται, μάλιστα, ακανθώδες υπό το φως πρόσφατων μεταμοντέρνων μελετών οι οποίες, βασιζόμενες σε επιλεκτική ανάγνωση -ούτως ή άλλως- περιορισμένων πηγών, τείνουν να αμφισβητήσουν την ύπαρξη εργατικού κινήματος συγκρίνοντάς το με βορειοευρωπαϊκούς ιδεότυπους.
            Όμως το ότι τα ελληνικά συνδικάτα δεν έμοιαζαν, λ.χ., με τα Βρετανικά δεν σημαίνει ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε εργατικό κίνημα ή ότι δεν είχε μια αξιοπρόσεκτη, αν και άνιση, συνεισφορά στη διαμόρφωση της πολιτικής αντιπαράθεσης. Το αντίθετο, επισταμένη μελέτη της ελληνικής περίπτωσης μπορεί να συμβάλλει στην αποσαφήνιση πλημμελώς διερευνημένων πλευρών της έννοιας «εργατικό κίνημα» στη διεθνή-συγκριτική της διάσταση, και να βοηθήσει στην βελτίωση αναλυτικών προτάσεων που διατυπώνονται στη βιβλιογραφία της συγκρουσιακής πολιτικής και των κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων.

            Επιχειρώντας μια συνεισφορά προς την κατεύθυνση μιας παρόμοιας, θεωρητικά ενσυνείδητης αποτίμησης της ελληνικής εμπειρίας, το άρθρο αυτό ξεκινά με μια συνοπτική εξέταση της μακρο-ιστορικής εξέλιξης του ελληνικού εργατικού κινήματος και της αναπτυξιακής του τροχιάς. Το δεύτερο και εκτενέστερο μέρος του άρθρου εστιάζεται στην μεταπολεμική περίοδο, ειδικά στην κρίσιμη πενταετία πριν την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών.

            Τρία ζητήματα διερευνώνται διεξοδικά: (α) η ανάπτυξη της συνδικαλιστικής αντιπολίτευσης στον εσωτερικό θεσμικό χώρο του κινήματος (με ειδική έμφαση στην ανάπτυξη των 115 ΣΕΟ), (β) η αλληλεπίδραση ανάμεσα στην αντιπολιτευτική οργανωτική ανάπτυξη, το διεκδικητικό κίνημα, και την πολιτική συγκυρία (με επισήμανση κομβικών σταθμών όπως ο Ανένδοτος, η σκλήρυνση της κρατικής και παρακρατικής καταστολής με αποκορύφωμα τη δολοφονία Λαμπράκη), και (γ) την αδυναμία του εργατικού κινήματος να δημιουργήσει όρους που θα δυσχέραιναν την επιβολή της δικτατορίας (με την από-πολιτικοποίηση της διεκδικητικής κίνησης).
            Το άρθρο τελειώνει με εκτενή βιβλιογραφική αναφορά σε πρόσφατες συγκριτικής μελέτες που επιχειρούν να εννοιολογήσουν το ρόλου των εργατικών κινημάτων τόσο κατά τα χρόνια του αυταρχισμού όσο και κατά τις περιόδους επιστροφής στον κοινοβουλευτισμό στην Ελλάδα και διεθνώς.



Νεότερη εκδοχή του κειμένου συμπεριλαμβάνεται στον υπό έκδοσή τόμο Πολιτική χωρίς αναγωγισμούς (Κεφάλαιο 4).